Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, ομότιμου καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου *
Διαπιστώσεις – ἀνοιχτά πεδία – προοπτικές
Εἰσαγωγικά
Τό ἐπετειακό ἀφιέρωμα τῆς Νέας Ἑστίας στήν Κύπρο στόν τόμο τοῦ 1954 ἦταν πρελούντιο στόν Ἀγώνα πού ἄρχισε τήν ἑπόμενη χρονιά, γιά νά καταλήξει, πέντε χρόνια ἀργότερα, στή γένεση τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας. Ἡ σημερινή ἀποτίμηση συνεχίζει ἐκεῖνο τό νῆμα, μέ σταθμούς καίριους τό 1960, τό 1974, μέ τήν τουρκική εἰσβολή καί κατοχή τῆς Βόρειας Κύπρου, τό 1992, μέ τήν ἵδρυση τοῦ πρώτου κρατικοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου, τέλος τό 2004, μέ τήν ἔνταξη στήν ΕΕ. Ἀπό τό 1960 ἕως τό 1992 ἡ ἐν γένει ἀρχαιολογική ἔρευνα στό Νησί ἀσκεῖτο πρακτικά μέσῳ τοῦ Τμήματος Ἀρχαιοτήτων καί τῶν πολυάριθμων ξένων ἀρχαιολογικῶν ἀποστολῶν, μέ μηδαμινή παρουσία τῆς Ἑλλάδας ἕως τήν τουρκική εἰσβολή τοῦ 1974· αἰσθητή εἶναι ἡ κυριαρχία τοῦ ἀποικιοκρατικοῦ, ἀγγλικοῦ μοντέλου. Παράλληλα, ἰδιαίτερα μετά τή λαίλαπα τοῦ 1974, ἄρχισε καρποφόρα ἅμιλλα πολιτιστικῶν ἱδρυμάτων (ἐκκλησιαστικῶν, τραπεζῶν, ἰδιωτῶν κ.λπ.). Στήν περίοδο τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας κυριαρχεῖ ἡ παρουσία τοῦ σήμερα ἐπίτ. διευθυντῆ Τμήματος Ἀρχαιοτήτων, βυζαντινολόγου-θεολόγου Ἀθανασίου Παπαγεωργίου, μέ πλῆθος δημοσιεύσεων καί ἐκτεταμένο ἔργο διάσωσης, συντήρησης καί προβολῆς μνημείων καί ἔργων τέχνης. Τά τραγικά συμβάντα τοῦ 1974 συνιστοῦν καίρια τομή καί γιά τή Βυζαντινή Ἀρχαιολογία: σταματοῦν νά εἶναι προσιτά στήν ἐπιστήμη τά μνημεῖα τῆς κατεχόμενης Βόρειας Κύπρου –πολλά ἤδη ἀπό τά γεγονότα τοῦ 1963– και ἀμέσως μετά τήν Εἰσβολή ἀρχίζει συστηματική καταστροφή καί ἀλλοίωσή τους ἀπό τόν κατακτητή στό πλαίσιο τοῦ προγράμματος ἐκτουρκισμοῦ καί ἐξισλαμισμοῦ τοῦ Νησιοῦ, ἐκφραζόμενου καί μέ τή συστηματική τουρκοποίηση τῶν τοπωνυμίων. Μετά τή διάνοιξη σημείων διέλευσης στά κατ᾿ ἀνάγκην δημιουργηθέντα ἐνδοκυπριακά σύνορα (23.4.2003) ἡ διεθνής βιβλιογραφική κίνηση ἀποτυπώνει ἀψευδῶς
Ὁ συγγραφέας ἐπιθυμεῖ καί ἀπό ἐδῶ νά ἐκφράσει τίς θερμές εὐχαριστίες στόν συνάδελφό του κ. Χαράλαμπο Γ. Χοτζάκογλου γιά τήν παντοδαπή βοήθεια πού προσέφερε, παρά τήν κρίσιμη κατάστασή του κατά τίς ἡμέρες σύνταξης τοῦ ἄρθρου! Λυπᾶται πού ἡ μετριοφροσύνη τοῦ συναδέλφου παρεκώλυσε τήν τοποθέτηση τοῦ ὀνόματός του στή θέση τοῦ ἀπό κοινοῦ συγγραφέα. τό τρομακτικό μέγεθος τῆς πολιτιστικῆς καταστροφῆς, συνέχιση τῆς τακτικῆς τοῦ τραγικοῦ 1922 γιά τά χριστιανικά μνημεῖα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί προάγγελο τῆς συγκαιρινῆς μας δράσης τῶν τζιχαντιστῶν στή Μέση Ἀνατολή. Ἡ πρόσφατη δραστηριοποίηση γιά διάσωση μνημείων στό πλαίσιο μιᾶς «πολυπολιτισμικῆς» προπαγάνδας, πού εὐνοεῖται ἀπό τό διχοτομικό «Σχέδιο Ἀνάν», δέν ἀναιρεῖ τίποτε ἀπό τόν τραγικό ἀπολογισμό συστηματικῆς καταστροφῆς ἐπί σαράντα δύο ἔτη. Ἡ δικαίωση τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας καί τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας σέ διεθνεῖς δικαστικούς ἀγῶνες ἐναντίον Τούρκων ἀρχαιοκαπήλων ἀπό τό 1989 (ψηφιδωτά Παναγίας Κανακαριᾶς) ἕως σήμερα μαρτυρεῖ τήν πραγματικότητα. Ἡ δημιουργία Ἐρευνητικῆς Μονάδας Ἀρχαιολογίας στό νεοπαγές (1992) Πανεπιστήμιο Κύπρου, ἡ ἔνταξή της ἀπό τό 1996 στό Ἱστορικό καί Ἀρχαιολογικό Τμῆμα καί ἡ πλήρωση τοῦ γνωστικοῦ πεδίου τῆς Βυζαντινῆς καί Μεταβυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καί Τέχνης (1993 κ.ἑ. – καθηγ. Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος) ἔθεσαν τίς βάσεις γιά τή θεωρητική –ἐν μέρει καί πρακτική– κατάρτιση τῶν ἀρχαιολόγων Κύπρου πέραν τοῦ στενά κυπριακοῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου, σέ προπτυχιακό καί μεταπτυχιακό ἐπίπεδο. Ἡ διοργάνωση συνεδρίων ἀπό τό Πανεπιστήμιο Κύπρου καί ἀπό ἄλλους φορεῖς συνετέλεσε στή βαθμιαία ἐξοικείωση τοῦ ἐπιστημονικοῦ κόσμου μέ τό κυπριακό ὑλικό καί τά πολλαπλᾶ προβλήματα ἔρευνάς του. Ἡ κατανομή τοῦ ἐρευνητέου ὑλικοῦ ἀκολούθησε τά εἰωθότα: οἱ ξένες ἀρχαιολογικές σχολές ἀσχολήθηκαν, κυρίως, μέ τήν ἀνασκαφή παλαιοχριστιανικῶν μνημείων, τό Τμῆμα Ἀρχαιοτήτων ἐκάλυψε ὅλα τά πεδία καί τίς περιόδους. Τά σημαντικότερα βυζαντινά τοιχογραφημένα σύνολα παραδόθηκαν κατά τίς δεκαετίες 1960-1970 πρός συντήρηση ἀπό τόν διευθυντή τοῦ Τμήματος Ἀρχαιοτήτων, προϊστορικό-κλασικό ἀρχαιολόγο στό Dumbarton Oaks Center τῶν ΗΠΑ (ἐνάμιλλη ἐμπειρία ὑπῆρχε ἤδη σέ Ἑλλάδα, Σερβία, Ἰταλία καί ἀλλοῦ, ὅπου διασώζονται μνημεῖα τοῦ ἴδιου εἴδους). Στίς πιό πρόσφατες δεκαετίες παρατηρήθηκε μετατόπιση τοῦ ἐνδιαφέροντος, τόσο πρός τά μνημεῖα τῆς «σκοτεινῆς» πρωτοβυζαντινῆς περιόδου τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν (649-965), ὅσο καί στά τῆς μεσοβυζαντινῆς ἐποχῆς (965-1191), ὅταν ἡ παρουσία τοῦ Βυζαντίου εἶναι κυριαρχική. Ἡ πολλαπλῶν ὀσμώσεων καί συγκρούσεων Ὑστεροβυζαντινή περίοδος τῆς Φραγκοκρατίας τῶν Γάλλων βασιλέων Λουζινιάν (1191-1489), πού προβλήθηκε ἐντατικά ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου αἰ. μέχρι καί τό τέλος τῆς Ἀγγλοκρατίας, γνωρίζει νέα ἄνθηση τίς πρόσφατες δεκαετίες λόγῳ καί τοῦ ἰδεολογήματος τῆς μετανεωτερικῆς ἱστοριογραφίας περί πολυπολιτισμικότητας. Ἡ πυκνή, σχετικά πρόσφατη ἐνασχόληση μέ τήν πρώιμη φάση τῆς Μεταβυζαντινῆς περιόδου, δηλαδή τη Βενετοκρατία (1489-1571), θέτει ἐνδιαφέροντα προβλήματα ἀπό τήν ἀναγκαστική συμβίωση, ἐν μέρει διαφορετικά ἀπό ἐκεῖνα τῆς προηγούμενης περιόδου. Ὑποφωτισμένο ἐξακολουθεῖ νά παραμένει τό τοπίο κατά τήν Τουρκοκρατία (1571-1878), παρά τήν αὔξηση τῶν σχετικῶν μελετῶν.
Ἐπισκόπηση κατά περιόδους
Γιά τήν Παλαιοχριστιανική περίοδο (324-649) ἐντυπωσιάζει ὁ μεγάλος ἀριθμός τῶν συνεχῶς ἀποκαλυπτομένων μνημείων· ὑπολογίζεται ὅτι τό σύνολο τῶν γνωστῶν λατρευτικῶν μνημείων κυμαίνεται γύρω στά 100, πράγμα πού ἐπιβεβαιώνει τήν ἀσφάλεια τῆς Μεσογείου στή διάρκεια τῆς pax christiana, συνοδευόμενη παράλληλα ἀπό οἰκονομική εὐρωστία τοῦ νησιοῦ. Ἡ Σαλαμίνα/ Κωνσταντία ἀναδεικνύεται σέ νέα πρωτεύουσα στή θέση τῆς Πάφου. Ἡ ἔρευνα στήν ἀρχιτεκτονική ἔχει στραφεῖ πρός νέες κατευθύνσεις ὡς πρός τίς ἔξωθεν ἐπιδράσεις (Κων/πολις, Μικρά Ἀσία, Αἰγαῖο, Αἴγυπτος) καί τίς ἰδιομορφίες τῶν λειτουργικῶν καί τῶν ταφικῶν κατασκευῶν· ἡ πρόσφατη ἀνακάλυψη μαρτυρίου, πού συνδέθηκε μέ τούς Περσικούς πολέμους τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἡρακλείου, ἀνοίγει νέο κεφάλαιο. Οἱ συστηματικές δημοσιεύσεις μερικῶν ἀνασκαφῶν (βασιλικῆς Σόλων, Καμπανόπετρας Σαλαμίνας, ἐπισκοπικῆς βασιλικῆς Κουρίου κ.ἄ.) ὑπενθυμίζει τήν ἀνάγκη γιά ἀνάλογες ἐκθέσεις τῶν ὑπολοίπων σημαντικῶν ἀνασκαφῶν. Ἡ ἔρευνα γιά μαρτυρούμενες ἤ ἀμάρτυρες μονές τῆς περιόδου αὐτῆς βρίσκεται σέ στάδιο πρώιμο, ἀναντίλεκτα πορίσματα ἀπουσιάζουν. Μία συγκεντρωτική, ἀναλυτική μελέτη τῶν γλυπτῶν τῆς ἐποχῆς ἀσφαλῶς θά κατέληγε σέ ἐνδιαφέροντα συμπεράσματα. Ἡ ἐνδελεχέστερη μελέτη τῶν εντοίχιων ψηφιδωτῶν συνόλων, σήμερα ἐξαφανισμένων λόγῳ καί τῆς τουρκικῆς κατοχῆς (Παναγία Κανακαριά), πλήν τῆς Ἀγγελόκτιστης στό Κίτι, ὁδήγησε σέ σταθερότερα χρονολογικά δεδομένα. Οἱ δύο θησαυροί τῆς Λάμπουσας, διαμοιρασμένοι σέ ΗΠΑ, Μ. Βρεταννία και Κύπρο, ἐξακολουθοῦν νά ἀποτελοῦν ἀντικείμενο ἔρευνας, ἐνῶ ἔχουν ἔλθει στό φῶς καί μικρότεροι θησαυροί ἐκτός Κύπρου. Τό αὐξανόμενο κεραμικό ὑλικό, μέ τίς συνεχεῖς ἀναθεωρήσεις ὡς πρός τόν τόπο καταγωγῆς ὁρισμένου εἴδους κεραμικῆς, ἐμπλουτίζει ἐπίσης τήν εἰκόνα τῆς ἐποχῆς. Ἡ «σκοτεινή» Πρωτοβυζαντινή περίοδος (649-965) σφραγίζεται ἀπό δύο κεφαλαιώδους σημασίας γεγονότα: τήν ἔναρξη τῶν ἀραβικῶν ἐχθροπραξιῶν μέ ἀμφισβήτηση τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας, πού λήγει μέ τήν πλήρη ἐπανακυριαρχία τοῦ Βυζαντίου (965 καί ἑξῆς), καί τήν ταραχώδη Εἰκονομαχία (726-843), ἀναπότρεπτα αἰσθητή καί ἐδῶ. Ἡ νεότερη ἔρευνα, βασισμένη σέ ἐπανερμηνεία τῶν πηγῶν ἀλλά καί σέ σφραγίσματα τῆς ἐποχῆς, ὅπως καί σέ ἐπανεξέταση τῶν ἀρχαιολογικῶν δεδομένων, ἔχει καταλήξει στήν ἀναίρεση τῆς μέ άποικιοκρατικές καταβολές ἀγγλοσαξονικῆς θεωρίας περί «συγκυριαρχίας» (condominium) Βυζαντινῶν καί Ἀράβων καί περί «οὐδέτερης χώρας» (no man᾿s land). Τό ἀλλόθρησκο τῶν νεοφανῶν ἐπιδρομέων φαίνεται νά συνετέλεσε στό ἀδιάβροχο μεταξύ βυζαντινοῦ και ἀραβικοῦ πολιτισμοῦ αὐτή τήν περίοδο – ἄλλωστε, ἐλάχιστα λείψανα ἀπό μνημεῖα καί κινητά εὑρήματα ἀραβικά σώθηκαν στό νησί. Ἀπό τήν ἄλλη, οἱ γηγενεῖς ὑποχρεώνονται σέ ὁμαδικές ἐξορίες ἤ μετοικήσεις (π.χ. Νέα Ἰουστινιανή Μικρᾶς Ἀσίας, Βαγδάτη), ἐπιπλέον στεροῦνται τά σκηνώματα σεπτῶν ἁγίων τους (ἁγ. Σπυρίδωνος, ἁγ. Λαζάρου κ.ἄ.). Ὡς ἀποτέλεσμα, ἡ οἰκονομία μεταβάλλεται σέ κλειστή, ἡ διακοσμημένη κεραμική λ.χ. σπανίζει γιά μεγάλο διάστημα. Ὅπως σέ ὅλη τήν αὐτοκρατορία, καί ἐδῶ ἡ τέχνη ὑφίσταται μεταλλαγές πρός τόν ἐκμεσαιωνισμό της. Οἱ παλαιοί ναοί ἐπισκευάζονται μέν ἀλλά μέ ἀλλαγή τῆς στέγασης ἤ τῆς διάρθρωσής των (καμαροσκεπεῖς, πολύτρουλλοι, μονόχωροι κ.λπ.) καί μέ μείωση τῶν διαστάσεων. Ὡς πρός τούς δύο τύπους πολύτρουλλων ναῶν –σέ σταυρική ἤ σέ κατά μῆκος διάταξη–, ἐνῶ ἡ καταγωγή τους ἀπό τήν ἀρχιτεκτονική τῆς Βασιλεύουσας καί ἡ ἀρχική χρήση τους ὡς μαρτυρίων δέν ἔχει ἀμφισβητηθεῖ σοβαρά, ἡ σχέση τους μέ ἀνάλογη διαμόρφωση πολυπληθῶν ρωμανικῶν καί γοτθικῶν μνημείων τῆς Ἀκουϊτανίας στή νοτιοδυτική Γαλλία, κοιτίδα τῶν Λουζινιάν, συνιστᾶ ἕνα ἀπό τά ἀρχαιολογούμενα τῆς ἔρευνας. Ἡ ψηφιδωτή διακόσμηση ἐκλείπει, ἀντικαθιστάμενη ἀπό τοιχογραφίες· ἡ γλυπτική ὑποχωρεῖ αἰσθητά, ἡ μικροτεχνία δίνει πενιχρά εὑρήματα. Γιά τό ἄβολο –κυρίως γιά τήν τοπική ἱστοριογραφία– ἐρώτημα ἄν ἡ Εἰκονομαχία βρῆκε ἀπήχηση ἤ ὄχι στό νησί, ἡ ἐπανεκτίμηση τῶν πληροφοριῶν καί τά νέα ἀρχαιολογικά δεδομένα (ἐπισήμανση νέων ἀνεικονικῶν ἀπεικονίσεων) φαίνεται νά ὁδηγοῦν σέ ἀπαντήσεις ὁμότροπες μέ ἄλλα μέρη τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀμυδρότατα φωτισμένη παραμένει ἡ ἱστορία τῶν μονῶν τήν περίοδο αὐτή, ὅπως ὑποφωτισμένες εἶναι καί οἱ ἀλλαγές στά μεγάλα ἀστικά κέντρα· πιθανόν στά τέλη τῆς ἐποχῆς ἡ Λευκωσία διαδέχεται τήν Σαλαμίνα/Κωνσταντία ὡς διοικητικό κέντρο. Ἡ Μεσοβυζαντινή περίοδος (965-1191) θά δεῖ τήν Κύπρο νά ἐπανεντάσσεται ὀργανικά στόν φυσικό της χῶρο, τό Βυζάντιο, ἀλλά στό τέλος νά περιέρχεται στούς Φράγκους καί στή συνέχεια στούς Βενετούς, τούς Ὀθωμανούς, τούς Ἄγγλους, ὑποταγμένη γιά ὀκτώ ὁλόκληρους αἰῶνες. Τό ἀξιοθαύμαστο εἶναι, πώς ἐπί τόσο μακρό διάστημα δουλείας τά ζώπυρα τῆς τέχνης τῆς Μεσοβυζαντινῆς ἐποχῆς ἐπεβίωσαν ὥς τίς ἡμέρες μας. Κυρίαρχο ρόλο παίζουν ἐφεξῆς οἱ νέες Μονές, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες ὀφείλονται σέ αὐτοκρατορικές χορηγίες· στόν κόσμο αὐτό κυριαρχεῖ, ἀπό τά μέσα τοῦ 12ου αἰ., ὁ πολυγράφος ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἐγκλειστριώτης. Οἱ νεότερες ἔρευνες ἔχουν ἀλλάξει αἰσθητά τήν παλαιότερη εἰκόνα γιά τήν ἀρχιτεκτονική τῆς περιόδου. Οἱ αὐτοκρατορικές χορηγίες ἐξυπονοοῦν ἀρχιτεκτο-
νικά πρότυπα ἀπό τή Βασιλεύουσα· ἡ κατίσχυση τοῦ σταυροειδοῦς ἐγγεγραμμένου τρουλλαίου ναοῦ (τοῦ κατεξοχήν «βυζαντινοῦ ναοῦ») εἶναι κατανοητή στό πλαίσιο αὐτό, ἀλλά παράλληλα ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν καί οἱ παλαιότεροι ἐπιχωριάζοντες τύποι. Δέν εἶναι ἄνευ σημασίας ὅτι ὅλοι οἱ μεσοβυζαντινοί ὀκταγωνικοί ἀνεγείρονται στήν εὐρύτερη περιφέρεια τῆς Κερύνειας, δηλαδή στήν ἐγγύτερη πρός τή Μ. Ἀσία περιοχή. Οἱ ἐνοριακοί ναοί, ἀκολουθώντας τίς γενικές τάσεις, μικραίνουν σέ διαστάσεις. Οἱ τρόποι οἰκοδόμησης γενικά δέν μεταβλήθηκαν αἰσθητά. Τά πρῶτα τοιχογραφημένα κυπριακά σύνολα μαρτυροῦν ἐπίσης συνεκτικούς δεσμούς μέ τήν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας· ἡ «ὑπογραφή» τοῦ Θεοδώρου τοῦ Ἀψευδοῦς στήν α΄ φάση διακόσμησης τῆς Ἐγκλείστρας τοῦ Ἁγ. Νεοφύτου (1183) καί ἡ εἰκαζόμενη παρουσία του στήν Παναγία τοῦ Ἄρακα (1192) εἶναι μαρτυρία ἀψευδής. Παράλληλα ἀναπτύσσονται καί τοπικά ἐργαστήρια πού δέχονται ἐπιρροές καί ἀπό ἄλλα μέρη, λ.χ. τή Μικρά Ἀσία, λόγῳ τῶν κυμάτων προσφύγων πού καταφεύγουν στό νησί πρό τῆς ἐπέλασης τῶν Σελτζούκων Τούρκων, μάλιστα μετά τή μοιραία μάχη τοῦ Μαντζικέρτ (1071). Στήν ἴδια περίοδο ἀνάγονται καί οἱ σωζόμενες παλαιότερες εἰκόνες στήν Κύπρο· ἀρκετές ἀπό αὐτές προφανῶς προέρχονται ἀπό τήν Κων/πολη. Στά τέλη τοῦ 12ου αἰώνα ἡ Κύπρος συμβαδίζει μέ τήν ὑπόλοιπη αὐτοκρατορία στό σύντομο ἀλλά γόνιμο ρεῦμα τοῦ ὑστεροκομνήνειου μανιερισμοῦ (π.χ. Παναγία τοῦ Ἄρακα, 1192): ἴσως τό γεγονός ὅτι ἀπομακρυσμένες ἀπό ἄλληλες περιοχές τύχαινε νά διακυβερνηθοῦν ἀπό τούς ἴδιους ἀξιωματούχους, ὅπως ὁ Εὐμάθιος Φιλοκάλης, ἀκολουθούμενους ἀσφαλῶς καί ἀπό τεχνίτες, νά βοηθεῖ στήν ἑρμηνεία τῆς ὕπαρξης αὐτῆς τῆς «κοινῆς» σέ ὅλη τήν ἔκταση τῆς αὐτοκρατορίας. Γενικότερα, ἐπικρατεῖ ἰσορροπία ἀνάμεσα στά ἔξωθεν καί στά γηγενῆ στοιχεῖα, ἡ περιφέρεια τείνει πρός καλλιτεχνική αὐτονόμηση, ὅπως σέ ὅλη τἡν αὐτοκρατορία. Κατά τήν Ὑστεροβυζαντινή περίοδο (1191-1489) ἡ Κύπρος εἰσέρχεται, λίγο νωρίτερα ἀπό τίς ἄλλες ἑλληνικές περιοχές, στόν κύκλο τῶν λεγομένων σταυροφορικῶν κρατῶν, δηλαδή στήν περιπέτεια τῆς πολιτιστικῆς ὄσμωσης ἤ ἄπωσης μέ ἀλλόδοξα, ἀλλόγλωσσα, μή ὅμαιμα ἔθνη καί λαούς. Οἱ διαφορές –θρησκευτικές, πολιτικές, πολιτισμικές–, πού ἔχουν ἤδη ἀπομακρύνει τό Βυζάντιο ἀπό τή λατινική καί φραγκική Δύση, ἀποτυπώνονται καί στήν τέχνη. Ἡ κατάσταση γίνεται πολύπλοκη, ἐξ οὗ καί οἱ πολλαπλές ἀπόπειρες ἑρμηνείας της μέ ἰδεολογικά, συχνά a priori χρησιμοποιούμενα κριτήρια, ἰδιαίτερα ἀπό χῶρες πού ἄσκησαν ἀποικιοκρατική πολιτική εἰς βάρος τῆς Κύπρου. Μερικά χαρακτηριστικά συμπτώματα: ὑπερβολικός ἐκθειασμός τῶν δυτικῶν μνημείων τοῦ νησιοῦ μέ ταυτόχρονο, παλαιότερα, ὑποβιβασμό τῶν βυζαντινῶν· προσπάθεια μείωσης τῶν Κυπρίων Ὀρθοδόξων προσωπικοτήτων· ὑποτίμηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού ὑπέστη διωγμό καί διάλυση ἀπό τήν Παπική Ἐκκλησία· ὑπερτονισμός τοῦ πολυπολιτισμικοῦ χαρακτήρα τοῦ νησιοῦ μέ ἀποσιώπηση τοῦ κυρίαρχου ἑλληνορθόδοξου στοιχείου· διόγκωση τοῦ πολιτιστικοῦ ρόλου τῶν σταυροφοριῶν· βεβιασμένη ἑρμηνεία ἤ ἠθελημένη παρερμηνεία τῶν πηγῶν, κ.λπ. Ὡς πρός τήν τέχνη εἰδικότερα, ἡ περιπλοκότητα τῶν προβλημάτων ἐπιβάλλει νά ὑπογραμμιστοῦν μερικές ἰδιομορφίες τῆς ἐποχῆς: ἀποκοπή κατά μεγάλα διαστήματα ἀπό τίς ἐξελίξεις στόν ὑπόλοιπο ὀρθόδοξο χῶρο· ἐμμονή στά πάτρια διά τῆς ἐπιβίωσης παλαιοτέρων εἰκονογραφικῶν σχημάτων καί τεχνοτροπικῶν ρευμάτων· φαινόμενα διαπίδυσης μέ τήν ἀνάμιξη ὀρθοδόξων καί δυτικῶν στοιχείων τόσο εἰκονογραφικῶν ὅσο καί τεχνοτροπικῶν, δίχως τοῦτο νά ὑπεμφαίνει ἀναγκαστικά ἐγκατάλειψη τοῦ πατρίου δόγματος, ὅπως βεβαιώνουν ἀνάλογα φαινόμενα στά ὑπόλοιπα φραγκοκρατούμενα καί βενετοκρατούμενα ἑλληνικά μέρη· αἰσθητή ἐπίδραση ἀπό τόν Μυστρά στό τέλος τῆς περιόδου μέσῳ συνοικεσίων τῆς αὐλῆς τῶν Λουζινιάν, κ.ἄ. Στήν ἐπισκόπηση πού ἀκολουθεῖ τό βάρος πέφτει, ἀναγκαστικά, στήν τέχνη τῶν ὑποδούλων Ὀρθοδόξων, ἀφοῦ ἐπαναλάβουμε ὅτι τά γοτθικά κυπριακά μνημεῖα ἀποτελοῦν ὄντως λαμπρά δείγματα τῆς φραγκικῆς, σταυροφορικῆς Ἀνατολῆς. Ἡ πιό ἐνδιαφέρουσα καινοτομία στήν ἀρχιτεκτονική εἶναι, ἀσφαλῶς, οἱ διπλές στέγες πλείστων ναῶν τοῦ Τροόδους, πού ἐξακολουθοῦν νά ἀπασχολοῦν τήν ἔρευνα ὡς πρός τήν καταγωγή καί τόν χρόνο ἐμφάνισης. Παλαιότερες ἀπόπειρες νά ἀνιχνευθοῦν ἐνδείξεις τέτοιων διπλῶν στεγῶν πρίν ἀπό τό 1191 μ.Χ., συνεπῶς νά ἀναχθοῦν σέ προφραγκική, γηγενή πηγή, δέν φαίνεται νά εὐσταθοῦν. Τά ἀσφαλῶς χρονολογημένα παλαιότερα μημεῖα τοῦ τύπου αὐτοῦ (Παναγία στόν Μουτουλλᾶ, 1280) καί ἡ ἐξακριβωμένη μεταβολή τοῦ κλίματος τῆς Μεσογείου κατά τόν Ὕστερο Μεσαίωνα φαίνεται νά ὑποδεικνύουν ἕναν ὑβριδικό τύπο, πού μεταπλάθει ἐπιτυχῶς σέ τοπικό ἰδίωμα μορφές τῆς γοτθικῆς ἀρχιτεκτονικῆς. Τά σχετικῶς λίγα σωζόμενα παραδείγματα τοῦ λεγόμενου «φραγκοβυζαντινοῦ ρυθμοῦ», ὅπως τοῦ Ἁγ. Μάμαντος στή Μόρφου καί κυρίως τοῦ Ἁγ. Γεωργίου τῶν ῾Ελλήνων στήν Ἀμμόχωστο, σέ γοτθικό ρυθμό ἀλλά μέ τροῦλλο καί τοιχογραφίες βυζαντινές, πού προφανῶς ἁμιλλᾶτο τόν γειτονικό, ὁμώνυμο ναό τῶν Λατίνων, φανερώνουν τήν ἐπιδεξιότητα καί ἀμφιδεξιότητα τῶν Κυπρίων μαστόρων. Κατά τά ἄλλα, ρυθμολογία καί μορφολογία δέν διαφέρουν ἀπό ἐκεῖνες τῆς προηγουμένης περιόδου. Νά τονίσουμε ἐπίσης ὅτι ἡ ἀρχιτεκτονική ἀπό μόνη της δέν μπορεῖ νά ἐκφράσει λεπτές δογματικές διαφορές, συνεπῶς εἶναι πολύ λιγότερο φορέας συγκρουσιακῶν τάσεων· δέν εἶναι ἀσυνήθιστο τό φαινόμενο ὀρθοδόξων ναῶν νά λαμβάνουν μορφή ναοῦ ἑτεροδόξων, ὅπως ἐπίσης ναοί τῶν ἑτεροδόξων, ὅταν ἐκλείπουν οἱ πιστοί τοῦ συγκεκριμένου δόγματος, νά χρησιμοποιοῦνται ἄνετα ἀπό τούς Ὀρθοδόξους – καί ἀντιστρόφως! Τὀ ἐνδιαφέρον φαινόμενο τῶν δίκλιτων ναῶν, πού ἐμφανίζονται τώρα, καί τῆς χρήσης των θά μᾶς ἀπασχολήσει κατωτέρω. Ἡ μοναστηριακή ἀρχιτεκτονική τῆς περιόδου, μάλιστα σέ ἀντιπαραβολή πρός ἐκείνη τῶν δυτικῶν μοναστικῶν ταγμάτων, ἀποτελεῖ ἀνερεύνητο πεδίο. Τέλος, ἡ οἰκονομία ὑπό τούς Λουζινιάν ὁδηγεῖ σέ προχωρημένες προβιομηχανικές κατασκευές, ὅπως οἱ ἐγκαταστάσεις παραγωγῆς ζάχαρης. Ἐπίσης εἶναι ἀξιοσημείωτες οἱ λοιπές κοσμικές κατασκευές τῶν Φράγκων, κατασκευασμένες ἀπό ἐργάτες ντόπιους· βοηθοῦν ν᾿ ἀνιχνευθοῦν οἱ δρόμοι, ἀπό τούς ὁποίους στοιχεῖα ἀπό τή γοτθική ἀρχιτεκτονική –λ.χ. οἱ ὀξυκόρυφες γωνίες– ἀφομοιώθηκαν στήν τοπική λαϊκή ἀρχιτεκτονική, ὅπως καί στά ἄλλα δυτικοκρατούμενα μέρη τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τά προβλήματα ζωγραφικῆς εἶναι πολύπλοκα καί ἀκανθώδη. Παράλληλα μέ τήν ἐμμονή στούς παλαιούς, βυζαντινούς ζωγραφικούς τρόπους, ἀναπτύσσονται προφανῶς καί ἐργαστήρια για μικτές πελατεῖες –Ὀρθοδόξων, Λατίνων, Ἑνωτικῶν/«Οὐνιτῶν»–, πού ὁδηγοῦν σέ ἀμφιδεξιότητα τούς ταλαντούχους ζωγράφους, ὅπως θά σημειωθεῖ καί στά ἄλλα δυτικοκρατούμενα μέρη τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἕνα τεχνοτροπικό ρεῦμα, πού συνδυάζει χαρακτηριστικά τῆς ρωμανικῆς, γοτθικῆς καί ὑστεροβυζαντινῆς ζωγραφικῆς καί παρουσιάζει συχνά ἰδιότυπα δυτικά εἰκονογραφικά στοιχεῖα, ἀναπτύσσεται ὄχι μόνο στήν Κύπρο ἀλλά σέ ὁλόκληρη τή σταυροφορική Ἀνατολική Μεσόγειο, ἐξ οὗ καί στή μέχρι πρόσφατα βιβλιογραφία φέρεται ὡς «σταυροφορική τέχνη», ὑπονοώντας ὅτι ὁ κύριος ρόλος ἀνῆκε στούς δυτικούς καλλιτέχνες. Ὡστόσο, ἀναψηλάφηση τοῦ ὑλικοῦ φαίνεται νά κατατείνει σέ ἀναθεώρηση αὐτοῦ τοῦ χαρακτηρισμοῦ καί νά ὑποδεικνύει τήν Κύπρο ὡς γόνιμο σημεῖο συγκερασμοῦ πολλαπλῶν παραδόσεων. Ἡ συγκρότηση ἑνός συντάγματος τῶν δυτικῶν εἰκονογραφημένων χειρογράφων, πού παρήχθησαν ἤ διαπιστωμένα κυκλοφόρησαν στήν Κύπρο τούς κρίσιμους αὐτούς αἰῶνες (13ος-15ος), θά διευκόλυνε ἀσφαλῶς τήν ἔρευνα. Ἀπό τήν ἄλλη, τά ἐλάχιστα διασωθέντα δείγματα φραγκικῆς μνημειακῆς ζωγραφικῆς, ὅπως στό λεγόμενο «βασιλικό παρεκκλήσιο» τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στά Πυργά Λάρνακας (1421-1422), φανερώνουν πώς ἡ αὐλή τῶν Λουζινιάν βρισκόταν σέ σημαντική ὑστέρηση σέ σχέση μέ τίς σύγχρονες ἐξελίξεις στή μητροπολιτική, ὑστερογοτθική Γαλλία, ἐνῶ τήν ἴδια περίοδο ἡ ζωγραφική τῶν Ὀρθοδόξων ἔχει συντονιστεῖ ἀρκετά μέ τά τρέχοντα ρεύματα στήν παλαιολόγεια αὐτοκρατορία. Ἴδια φαινόμενα παρατηροῦνται καί στίς φορητές εἰκόνες. Ἡ ζωγραφική, κατεξοχήν εἰκαστικός φορέας ἰδεῶν, συνεπῶς καί ἀντιπαράθεσης πρός τούς ἑτερόδοξους κατακτητές, ἐπιβάλλει νά εἶναι σέ θέση ὁ ἐρευνητής νά ἀποκωδικοποιήσει τά σημαινόμενα. Ὁ κλάδος τῆς μικροτεχνίας προβάλλεται κυρίως λόγῳ τῆς μεταλλοτεχνίας καί τῆς ἄφθονης καί καλῆς διακοσμητικῆς κεραμικῆς, μέ μοτίβα τοῦ καθημερινοῦ βίου πού ἅπτονται τῆς πολιτισμικῆς συμβίωσης. Ἄξια ἐνδιαφέροντος εἶναι καί ὅσα λίγα πετάσματα σώζονται στή Δύση, ἀφιερώματα συνήθως τῶν Φράγκων εὐγενῶν, πού μαρτυροῦν τό ὑψηλό ἐπίπεδο μεταξουργίας καί κεντητικῆς στό νησί.
Μεταβυζαντινή περίοδος
α) Βενετοκρατία (1489-1571). Ἡ παλαιότερη περιοδολόγηση ἐνέτασσε τή σύντομη, σχετικά, ἐποχή τῆς κυριαρχίας τῆς Γαληνοτάτης, πού διαδέχτηκε ἐκείνη τῶν Φράγκων Λουζινιάν, στήν Ὑστεροβυζαντινή/Ὄψιμη Μεσαιωνική περίοδο. Ὡστόσο, οἱ ἐμφανεῖς προσμίξεις μέ ἐπιτεύγματα τῆς ἰταλικῆς Ἀναγέννησης καί τό ὅλο πολιτισμικό ὑπόβαθρο τοῦ νησιοῦ, πού στρέφεται ἐναργῶς πρός τήν τελευταία του ὑπερασπίστρια ἔναντι τοῦ διογκούμενου κινδύνου τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων, κάνουν φανερό ὅτι καί ἡ Κύπρος μετά τήν πτώση τῶν Λουζινιάν εἰσέρχεται στή μεταμεσαιωνική/πρώιμη νεότερη φάση της. Ἡ πολιτισμική της φυσιογνωμία παραλληλίζεται καί σχετίζεται τώρα πρός ἐκείνη τῶν ἄλλων βενετοκρατούμενων περιοχῶν (Κρήτης, Αἰγαίου, Ἰονίων Νήσων κ.λπ.). Γενικά, ἔχει κανείς τήν αἴσθηση ὅτι ἡ μεσολάβηση τῆς Serenissima διευκόλυνε καί ἐπιτάχυνε τίς τάσεις προσέγγισης τῶν δύο κόσμων· ἄλλωστε ἡ πόλη τῶν δόγηδων, ἀνέκαθεν ἀνάχωμα στή θρησκευτική πολιτική τῆς παπικῆς Ρώμης, χαλάρωσε τά καταπιεστικά μέτρα τῆς ἐποχῆς τῶν Λουζινιάν καί οἱ Κύπριοι ἐπωφελήθηκαν ἀπό τίς προσεγγιστικές –ὑπό φιλενωτικό πνεῦμα– ἀποφάσεις τῆς ψευδοενωτικῆς συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), καθώς καί ἀπό τίς εὐνοϊκές ὑπέρ τῶν Ὀρθοδόξων διατάξεις τῆς παπικῆς ἕδρας. Ὅπως εἶναι ἀναμενόμενο, καί ἡ βενετική-ἀναγεννησιακή ἀρχιτεκτονική ἄφησε τά σημάδια της στήν τοπική ἐκκλησιαστική (φωτιστικά ἀνοίγματα, κλασσικίζουσα τοιχοδομία, ἀρχιτεκτονικά γλυπτά κ.λπ.). Ναοί «μικτοί» ἐξακολουθοῦν νά ὑφίστανται καί τώρα. Ἐπηρεάστηκε ἀκόμη καί ἡ μοναστηριακή ὀρθόδοξη ἀρχιτεκτονική, μέ τή διάταξη τοῦ καθολικοῦ σέ ἐπαφή μέ μία τῶν μακρῶν πλευρῶν, χρήση τοῦ μετρικοῦ βενετικοῦ ποδός καί ἀνάλογα μορφολογικά στοιχεῖα. Ἡ πτώση τῆς Βασιλεύουσας ὤθησε πολλούς ζωγράφους σέ τόπους ἐκτός τῆς ὀθωμανικῆς ἐπικράτειας· ἡ Κρήτη φαίνεται νά ἦταν ὁ εὐνοούμενος χῶρος μετεγκατάστασης, ἀλλά καί ἡ Κύπρος δέν στερήθηκε τήν παρουσία τους. Δέν φαίνεται, ὡστόσο, νά ἐπηρέασαν ἐδῶ ἀποφασιστικά τήν ἐξέλιξη τῆς τοπικῆς ζωγραφικῆς, πιθανόν διότι δέν ἀποτελοῦσαν συμπαγή ὁμάδα ἀλλά λίγα, μεμονωμένα ἄτομα· πάντως, ἡ σημερινή εἰκόνα πού ἔχουμε γι᾿ αὐτούς δέν εἶναι σαφής. Ἀντίθετα, πρόσφατες μελέτες ὁδήγησαν σέ διεύρυνση τῆς ὀπτικῆς καί σέ σταθερότερες χρονολογικές ἀφετηρίες γιά τήν πλούσια παραγωγή τῆς ἀποκαλούμενης κυπροαναγεννησιακῆς ζωγραφικῆς. Μέ ἀφετηρία περίπου τό 1500 (καθοριστική, ἐν προκειμένῳ, ἡ μέ ἐπιγραφή χρονολόγηση τῶν τοιχογραφιῶν τῆς Παναγίας τῆς Ποδίθου Γαλάτας στά 1502), εἰσβάλλει στήν Κύπρο καί διαδίδεται τό ζωγραφικό ρεῦμα τοῦ Giottismo (Giotto di Bondone, 1266/1267-1337). Τό ἐκ πρώτης ὄψεως παράδοξο, ἡ βενετική Κύπρος νά ἀκολουθεῖ τή ζωγραφική τῆς Φλωρεντίας, ἀνταγωνίστριας τῆς Γαληνοτάτης, ἑρμηνεύεται πιθανόν ἀπό τήν ἰσχυρή παρουσία μεγάλων φλωρεντινῶν ἐμπορικῶν οἴκων στή γενουατική Ἀμμόχωστο, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἐκεῖνοι –Bardi, Peruzzi–, πού ἑνάμισυ αἰώνα προηγουμένως εἶχαν ὑποστηρίξει ἔνθερμα τόν γενάρχη τῆς νεότερης εὐρωπαϊκῆς ζωγραφικῆς στή χώρα τους. Ἐπίσης εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ πυκνή, συνεχής παρουσία Κυπρίων φοιτητῶν στό Πανεπιστήμιο τῆς Πάδουας, ἐκεῖ ὅπου ὁ Giotto πρωτοδοξάστηκε τοιχογραφώντας τό Παρεκκλήσιο τῶν Scrovegni (1305). Ἡ πληθωρική παραγωγή τοιχογραφιῶν καί εἰκόνων στό ὕφος αὐτῆς τῆς σχολῆς ὑποχρεώνει νά δεχθοῦμε μία ἐξέλιξη τοῦ συλλογικοῦ αἰσθητικοῦ κριτηρίου πρός αὐτή τήν κατεύθυνση· τοῦτο δέν σημαίνει, βεβαίως, ὁμαδική προσχώρηση στούς φιλενωτικούς/«Οὑνίτες»: τό παράδειγμα τοῦ ἐσφαλμένα λεγόμενου «λατινικοῦ παρεκκλησίου» στή Μονή Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Λαμπαδιστοῦ στόν Καλοπαναγιώτη (περ. 1500), πού ἐχρησιμοποιεῖτο ἀσφαλῶς ἀπό Ὀρθοδόξους, δείχνει ὅτι σέ περιόδους ὀσμώσεων πολιτιστικῶν οἱ μονισμοί δέν εἶναι ὁ κανόνας! Φρονοῦμε ὅτι στερεῖται στέρεης ἀρχαιολογικῆς καί τεχνοϊστορικῆς βάσης πρόσφατη ἀπόπειρα γιά ἀναχρονολόγηση βασικῶν μνημείων κατά μισόν αἰώνα ἀργότερα. Πρόσφατη εἶναι καί ἡ διερεύνηση πολιτιστικῶν προσεγγίσεων μέ ἄλλα εὐρωπαϊκά κράτη· ἡ διακίνηση λ.χ. στό νησί ἐκκλησιαστικῶν μεταλλικῶν δίσκων αὐτή ἀλλά καί τήν ἑπόμενη περίοδο, προερχόμενων ἀκόμη καί ἀπό τή λουθηρανική Γερμανία, ἀποδεικνύει τή διεύρυνση τῶν ὁριζόντων πρός τήν Κεντρική καί Δυτική Εὐρώπη, πέραν τῆς Ἰταλίας καί τῆς Γαλλίας.
Τουρκοκρατία (1571-1878).
Ἡ πτώση τῆς Κύπρου καί ἡ φρικώδης ἅλωση τῆς Ἀμμοχώστου ἀπό τούς Ὀθωμανούς ἐσήμανε καί τήν ἀνακοπή τῆς ροπῆς πρός ἐνεργητική ἀφομοίωση δυτικῶν καλλιτεχνικῶν ρευμάτων. Ἡ ἀρνητική αὐτή ἐξέλιξη ἐξισορροπεῖται ἐν μέρει ἀπό τήν ἀνασύσταση τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας Κύπρου, ὅπως καί τήν ἀναβίωση πολλῶν μονῶν, μεγάλων χορηγῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης μαζί μέ τούς Κυπρίους Δραγομάνους. Αἰσθητή μεταβολή ἐπέρχεται μετά τήν ἔκδοση τοῦ Χάττι Χουμαγιούν ἀπό τήν Ὑψηλή Πύλη (1856) γιά τόν σεβασμό τῶν θρησκειῶν τῶν ὑποδούλων. Ὅπως σημειώσαμε, ἡ περίοδος αὐτή εἶναι ἡ πλέον ἀνερεύνητη, οὐσιαστικά ἄγνωστη, μέ τό ὑλικό ἀτελέστατα γνωστό· ἄρχισε νά προσελκύει τό ἐνδιαφέρον τῆς ἔρευνας μόλις πρόσφατα. Ἡ ἀρχιτεκτονική μαρτυρεῖ ἐκπτώχευση τῆς τεχνικῆς λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς καχεξίας, συνέχιση ἤ καί ἁπλοποίηση τῶν μορφῶν τῆς προηγουμένης περιόδου. Γενικότερα, ὑποχωρεῖ αἰσθητά ὁ τύπος τοῦ τρουλλαίου ναοῦ, ἐπικρατοῦν οἱ καμαροσκεπεῖς κατασκευές· σημειώνονται πολλές ἐπιδιορθώσεις ἤ ἐπεκτάσεις ναῶν καί μονῶν. Καταγράφονται τώρα καί συντεχνίες μαστόρων, ὅπως στήν Ἑλλάδα καί τίς ἄλλες ὁμόδοξες χῶρες. Στό τέλος τῆς περιόδου, μετά τό 1856, ἐμφανίζεται ὁ ἐντυπωσιακός ρυθμός τῆς «ἀναγεννησιακῆς» τρουλλαίας τρίκλιτης βασιλικῆς (φανότρουλλος ἀντί τρούλλου, ἀετώματα στίς πλάγιες πλευρές, γοτθικίζουσες τοξοστοιχίες τῶν κλιτῶν: Τίμιος Σταυρός Λευκάρων, Φανερωμένη Λευκωσίας κ.ἄ.), προφανῶς ἐπηρεασμένος ἀπό τό νεογοτθικό πνεῦμα τῆς Εὐρώπης. Ἡ μνημειακή ζωγραφική ὑφίσταται τώρα δραστική μείωση, ἀσφαλῶς λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κατάστασης, ἀλλά πιθανόν καί ἐξαιτίας ἀναλόγων ρευμάτων στόν ὑπόλοιπο ὑπόδουλο Ἑλληνισμό. Μᾶς εἶναι ἐπίσης γνωστοί μερικοί Κύπριοι πού ἐγκαταλείπουν τά πάτρια χώματα καί ἀνήκουν στή Διασπορά. Ἡ ἐμφάνιση συντεχνιῶν, καρά κύριο λόγο προερχομένων ἀπό μοναστικούς κύκλους, συμβαδίζει βέβαια μέ τήν ἀντίστοιχη τῶν περιπλανωμένων συντεχνιῶν ζωγράφων στόν Ἑλληνισμό καί στά ὀρθόδοξα Βαλκάνια. Ἡ τοιχογράφηση τοῦ ναοῦ περιορίζεται κυρίως στό Ι. Βῆμα. Πρός τό παρόν γνωρίζουμε μόνο ἕνα μνημεῖο τοιχογραφημένο ἐξ ὁλοκλήρου, τόν παλαιό ἀρχιεπισκοπικό καθεδρικό ναό τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στή Λευκωσία, μέ διάκοσμο τοῦ 18ου αἰ. (καί συμπληρώσεις τοῦ 19ου), πού παρουσιάζει ἕνα συνεκτικό εἰκονογραφικό πρόγραμμα μέ διατύπωση ἐννοιῶν ἀπαραίτητων γιά τήν ἐπιβίωση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν παραμυθία τοῦ χειμαζομένου Γένους. Ὁ τεράστιος, ἀκατάγραφος ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἀριθμός φορητῶν εἰκόνων ἀποκαλύπτει τή «σειραϊκή» παραγωγή τῶν μοναστικῶν ἐργαστηρίων, μέ γνωστότερο ἐκεῖνο τῆς Ι. Μονῆς Ἁγ. Ἡρακλειδίου Ταμασοῦ, ἀλλά καί τήν παρουσία πολλῶν ἐπωνύμων ζωγράφων, ἱερωμένων καί λιγότερων κοσμικῶν. Δέν εἴμαστε ἀκόμη σέ θέση νά προσδιορίσουμε ὅλα τά ἐκτός μονῶν ἐνεργά κέντρα παραγωγῆς εἰκόνων. Παράλληλα, σημειώνεται καί αὔξηση εἰσαγωγῆς εἰκόνων ἔξωθεν, ἰδιαίτερα ἀπό Κρήτη, Ἅγιον Ὄρος, Ρωσία κ.λπ. Ἀναλυτικές μονογραφίες περί τῶν ἐπωνύμων ζωγράφων ἀπουσιάζουν – μοναδική, μᾶλλον, ἐξαίρεση ὁ Παῦλος ἱερογράφος. Ἡ αἰφνίδια ἐμφάνιση τοῦ Κρητικοῦ Ἰωάννου Κορνάρου (Κύπρος, 1757/1759-1812;), πού ἄσκησε ἐπί μακρόν τό ἐπάγγελμα τοῦ ζωγράφου στό νησί υἱοθετώντας ἕνα ἰδιότυπο «ροκοκό» στύλ, ἐσήμανε καί τό τέλος τῆς ἐνεργοῦ τοπικῆς παράδοσης, πού μεταπίπτει σέ μηχανική ἐπανάληψη παραδεδομένων σχημάτων. Ἡ ἀρχιτεκτονική γλυπτική, πού εἶχε ὑποχωρήσει αἰσθητά μετά τή Βενετοκρατία, ξαναεμφανίζεται κυρίως στά νεοανεγειρόμενα, μετά τό 1856, κωδωνοστάσια (π.χ. Ἅγ. Λάζαρος Λάρνακας), συμβαδίζοντας στό πνεῦμα μέ τή λαϊκή λιθογλυπτική, ὅπως καί στήν Ἑλλάδα αὐτή τήν ἐποχή. Ἡ ἄνθιση τῆς ξυλογλυπτικῆς, ἀνιχνεύσιμη ἤδη ἀπό τή Μεσοβυζαντινή περίοδο, παρά τά πολλά ἀκόμη ἀνοιχτά ἐρωτήματα, μᾶς ἐπιτρέπει ν᾿ ἀντιληφθοῦμε τίς ἀλλαγές πού ἐπέρχονται, κυρίως ὡς πρός τή μορφή καί τή διακόσμηση τοῦ τέμπλου, νά παρακολουθήσουμε δηλαδή τήν ἀλλαγή τοῦ αἰσθητικοῦ κριτηρίου καί τόν προϊόντα βαθμό ἐκκοσμίκευσης. Ἡ εἰσβολή κοσμικῶν στοιχείων στόν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης συνδέεται σέ ὅλο τόν ὀρθόδοξο κόσμο μέ τή «βαβυλώνια αἰχμαλωσία» τῆς Ἐκκλησίας στά θρησκευτικά σχήματα τῆς Δύσης καί στόν Διαφωτισμό. Ἄλλωστε, στό ἴδιο πνεῦμα ὀφείλουμε καί τά ἐλάχιστα διασωθέντα δείγματα κοσμικῆς ζωγραφικῆς. Ὅπως εἶναι φυσικό, στήν ἐποχή αὐτή ἀνάγεται καί τό μέγιστο μέρος σωζομένων ἔργων κεντητικῆς (ἄμφια, λειτουργικά ὑφάσματα), πού ἐναπόκεινται, κατά μέγα μέρος ἀκατάγραφα καί ἀδημοσίευτα, κυρίως σέ σκευοφυλάκια μονῶν. Τά κυπριακά κέντρα παραγωγῆς εἶναι ἐλάχιστα γνωστά, ἐνῶ εἰσάγονται ἕτοιμα ὑφάσματα καί ἀπό Εὐρώπη, Ρωσία, παραδουνάβειες χῶρες, Κων/πολη, Ἅγιον Ὄρος, Γεωργία κ.λπ., κυρίως ὅπου ἐκτείνονταν οἱ ζητεῖες τῶν κυπριακῶν μονῶν ἤ ὑπῆρχαν μετόχια τους (λ.χ. τῆς περίπυστης Μονῆς Κύκκου). Τά αὐτά ἰσχύουν, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, καί γιά τά ἄλλα ἔργα μικροτεχνίας. Νεότερη περίοδος: Ἀγγλοκρατία (1878-1959) καί Κυπριακή Δημοκρατία (1960 κ.ἑ.). Στήν οὐσία ἔχουμε ἐκφύγει πλέον τῶν ὁρίων τῆς βυζαντινῆς καί μεταβυζαντινῆς περιόδου, γιά τοῦτο οἱ παρατηρήσεις μας θά εἶναι πολύ συνοπτικοῦ τύπου. Ἡ ἐκκλησιαστική ἀρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται ἀπό τή γνωστή καί στίς ἄλλες ὁμόδοξες χῶρες ἀντίφαση. Ἐνθουσιάζουν καί ἐφαρμόζονται οἱ καινούργιες τεχνικές καί ὑλικά –κυρίως τό σκυρόδεμα–, ἀλλά ἡ βίαιη διακοπή τῆς παράδοσης μετά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τούς Τούρκους ὁδηγεῖ σέ ἀτυχεῖς μιμήσεις «βυζαντινῶν» ναῶν μέ τά καινούργια ὑλικά. Οἱ ἀπροϋπόθετες, θεολογικά, προσπάθειες γιά ἐκσυγχρονισμό τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς ὁδήγησαν καί στήν Κύπρο σέ ἄκομψες, ἀτελέσφορες λύσεις, πού κατίσχυσαν χάρις καί στό μέχρι πρόσφατα μονοπώλιο «ἐκκλησιαστικῶν» ἀρχιτεκτονικῶν γραφείων. Συμπαγεῖς, ἀκατέργαστες, ἀπωθητικές ἐξωτερικές ἐπιφάνειες, αἰχμηρά, καταθλιπτικά, ἄκομψα τεμνόμενα στεγάζοντα στοιχεῖα, ὑπερμεγέθη τέμπλα μέ δεκάδες εἰκόνων, ἀχανεῖς, περίκλειστες σολέες καί ἄλλα ἀναφομοίωτα στοιχεῖα μαρτυροῦν εἰσχώρηση ἰδεῶν ξένων πρός τήν παράδοση. Ἐξίσου ἀτελέσφορη ἀποδείχτηκε καί ἡ σύγχρονη «βυζαντινίζουσα» γλυπτική, εἴτε ἐπί μαρμάρου εἴτε ἐπί ξύλου, μέ τίς ἄψυχες μιμήσεις «βυζαντινῶν προτύπων», ἀφοῦ προηγήθηκε ὁ κλασικισμός ἐπί Ἀγγλοκρατίας μέ τήν ἁπλοποίηση τῆς φόρμας. Ἡ πρόσφατη ἔναρξη διερεύνησης τῆς θρησκευτικῆς ζωγραφικῆς αὐτῆς τῆς περιόδου ἀποκαλύπτει στενούς δεσμούς μέ τά ἐν Ἑλλάδι. Τούς εὐσεβιστικούς Ναζαρηνούς ἀκολούθησαν μοντερνιστικές ἀναζητήσεις, πού ὡστόσο δέν ρίζωσαν ἐλλείψει ὀρθοῦ θεολογικοῦ προσανατολισμοῦ τους· μέ τήν ἐπιστροφή ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ μακαριστοῦ Ἱερομονάχου Καλλινίκου τοῦ Σταυροβουνιώτου (1920-2011) ἀρχίζει ἡ προσπάθεια ἐπιστροφῆς πρός τήν παράδοση μέσῳ τοῦ παραδείγματος τοῦ δασκάλου του Φώτη Κόντογλου (1895-1965).
Γενικότερα ζητήματα Γιά πληρέστερη διασάφηση τῆς εἰκόνας παρακάτω θίγονται μερικά γενικότερα ζητήματα τῆς ἔρευνας καί τῶν ἰδιομορφιῶν τῶν μνημείων τῆς Κύπρου. α) Ἔρευνα καί ἑρμηνεῖες. Ἀρνητική πτυχή εἶναι ἡ ἔλλειψη συστηματικῆς ἔκθεσης τῶν ἐργασιῶν ἀναστήλωσης καί συντήρησης μνημείων καί ἔργων τέχνης· ἡ συνοπτική περιγραφή στήν ἐτήσια ἔκδοση Annual Report of the Department of Antiquities [of Cyprus], σταματημένη προσώρας στό 2009, εἶναι πολύ ἀνεπαρκής. Συναφές πρός τοῦτο: ἡ ἀποφυγή κριτικῆς τῶν πεπραγμένων τοῦ Τμήματος Ἀρχαιοτήτων ἤ τῶν ἄλλων φορέων καί ἡ damnatio memoriae γιά τούς τολμῶντες δείχνουν μία κατάσταση πού χρήζει ἄμεσης ἀναθεώρησης! Ἐπείγουσα εἶναι ἡ ἀνάγκη συντονισμοῦ γιά τήν ψηφιακή καταγραφή τῶν μνημείων καί τῶν ἔργων τέχνης, ἀσφαλῶς ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Τμήματος Ἀρχαιοτήτων. ῾Η πρωτοποριακή ἔρευνα μέ τόν Θησαυρό Κύπρου, πού ἀνέλαβε μέ τήν ἔναρξη τοῦ νέου αἰώνα τό Πανεπιστήμιο Κύπρου, δέν περατώθηκε οὔτε βρῆκε συνεχιστές, μέ ἀποτέλεσμα ἡ Κύπρος νά ἐξακολουθεῖ νά παραμένει ἐκτός τοῦ διεθνοῦς προγράμματος τῆς Tabula Imperii Byzantini τῆς Αὐστριακῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν! Θετική εἶναι ἡ ἐνασχόληση μέ τή χαρτογράφηση τοῦ νησιοῦ ἀνά τούς αἰῶνες· ἠ συστηματική ἀξιολόγησή της προσέφερε νέες πτυχές, λ.χ. στή γνώση τῆς ἐξέλιξης τῶν κυπριακῶν λιμανιῶν ἀνά τούς αἰῶνες. Ἡ σύγκληση τεσσάρων ἕως σήμερα διεθνῶν κυπριολογικῶν συνεδρίων ὤθησε ἐξαιρετικά τήν ἔρευνα καί ἀνανέωσε τούς τρόπους ἑρμηνείας. Πολλά εἰδικότερα συνέδρια ἐμπλουτίζουν ἐπίσης τό πεδίο, εἴτε ἀφοροῦν ἐπαφές τῆς Κύπρου μέ ἄλλους χώρους εἴτε ἐπιμέρους κλάδους καί εἴδη. Τέλος, ἀπό τήν ἐποχή τῆς γένεσης τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας βλέπουν τό φῶς συστηματικές ἱστορίες τῆς τέχνης τοῦ νησιοῦ, μέ κορύφωση τήν ἐπιβλητική, πολύτομη Ἱστορία τῆς Κύπρου τοῦ Ἱδρύματος Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, μέ συντονιστή καί ψυχή τοῦ ἔργου τόν προσφάτως ἀποβιώσαντα, πρύτανη τῶν Κυπρίων ἱστορικῶν Δρ. Θεόδωρο Παπαδόπουλλο. Ὑπαινιχθήκαμε ἤδη πώς τό ἰδιότυπο καθεστώς τῆς Κύπρου ἀνά τούς αἰῶνες ἐπηρέασε ἀντίστοιχα καί τίς ἑρμηνευτικές ἀπόψεις. Μία «ἀφ᾿ ὕψους» θεώρηση τῆς βυζαντινῆς καλλιτεχνικῆς κληρονομιᾶς τοῦ νησιοῦ εἶναι ἀρκούντως ἐμφανής στή γαλλική καί ἀγγλοσαξονική παραγωγή, δηλαδή τῶν δύο ἀποικιοκρατικῶν δυνάμεων κατά τό παρελθόν, πολύ λιγότερο αἰσθητή στήν ἰταλική παραγωγή· σύγχρονη ἑτερόδοξη Ἀμερικανίδα ἐρευνήτρια ὁμολογεῖ ἀνοιχτά ὅτι ξεκίνησε τήν ἔρευνα τῆς τέχνης στήν Κύπρο γιά λόγους ...ἱεραποστολῆς στό νησί! Μία ἄλλη πτυχή ἀφορᾶ στή μετακίνηση τῶν χρονολογικῶν ὁρίων: ἀκολουθώντας τή γενική τάση τῶν μεταπολεμικῶν δεκαετιῶν, κλασικοί ἀρχαιολόγοι μιλοῦν γιά Ὕστερη Ἀρχαιότητα ἕως καί τήν ἔναρξη τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν (649 κ.ἑ.), ἰδιοποιούμενοι μέρος τῆς ἔρευνας καί ἑρμηνεύοντας ἀνάλογα. ῾Η μετανεωτερική θεώρηση τῆς ἱστορίας τῆς Κύπρου, μέ ἐμφανεῖς ἀποδομητικές-«ἀπομυθοποιητικές» τάσεις, ἐμφανίστηκε ἀπό ἡμεδαπούς ἤ ἀλλοδαπούς μέ τή λειτουργία τοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου καί ἀφορᾶ, κατά κύριο λόγο, στήν περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας. Ἡ ἐπιδίωξη ἐφαρμογῆς της καί στήν ἀντίστοιχη τέχνη, μέ πρωτoστάτες ἀπό τόν ἀγγλοσαξονικό κόσμο, κατέληξε σέ προκρούστειες κατασκευές πού ἐπικεντρώθηκαν, ὄχι τυχαῖα, στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου καί τή διακόσμηση τοῦ ἐρημητηρίου του· ἡ ἀντίρροπη τάση ἔχει ὁδηγήσει σέ νηφαλιότερη ἐπανεκτίμηση τῶν πραγμάτων. β) Ζητήματα τέχνης. Ἀπό πλευρᾶς εἰκονογραφίας πολλά θέματα «μικτῆς» θεματικῆς, δηλαδή μέ προσμείξεις ὀρθόδοξης καί δυτικῆς εἰκονογραφίας, ἀναμένουν ἱκανοποιητικές ἑρμηνεῖες, πού θά διευκρινίσουν καί τό καθεστώς συμβίωσης τῶν δύο δογμάτων (π.χ. Ἁγία Τριάδα, εὐχαριστιακά θέματα, Ἀκάθιστος Ὕμνος, ἁγία Παρασκευή μέ Ἄκρα Ταπείνωση κ.λπ.). Τά θρησκευτικά ρεύματα πού ἐπέδρασαν στήν ὀρθόδοξη τέχνη (ἡσυχασμός, σχολαστικισμός, πιετισμός κ.ἄ.) ἐπίσης χρήζουν συστηματικῆς ἔρευνας. Εὐοίωνες προοπτικές γιά ἐνδελεχέστερη διερεύνηση τῆς πλούσιας, τοπικῆς ἁγιολογίας διανοίγονται μέ τήν ἀνά διετία σύγκληση τῶν τεσσάρων, ἕως σήμερα, ἁγιολογικῶν συνεδρίων ἀπό τήν ῾Ι. Μητρόπολη Κωνσταντίας-Ἀμμοχώστου· ἡ πρό ὀλίγων ἐτῶν περατωθεῖσα ἔκδοση τῶν Κυπρίων Μηναίων στάθηκε ἀποφασιστικῆς σημασίας. Τέλος, ἀπό πλευρᾶς κοινωνιολογίας τῆς τέχνης αὐξημένο εἶναι τό ἐνδιαφέρον γιά τίς ἀπεικονίσεις χορηγῶν, δωρητῶν, ἀφιερωτῶν κ.λπ. γ) Λατρεία καί τέχνη. Λατρευτική πράξη καί χῶρος της, πού περιβάλλουν ὡς κέλυφος τήν ἐκκλησιαστική τέχνη, βρίσκονται σέ ἀμφίδρομη σχέση μεταξύ τους. Πέρα ἀπό τήν αὐτονόητη σημασία τῶν μεγάλων κυπριακῶν προσκυνημάτων (Ἅγ. Ἐπιφάνιος καί Ἀπόστ. Βαρνάβας Σαλαμίνας, Ἅγ. Σπυρίδων Τριμυθοῦντος, Ἅγ. Ἡρακλείδιος Ταμασοῦ, Παναγία Κύκκου, Παναγία Μαχαιρᾶ κ.λπ.), κυριαρχική εἶναι, ἤδη ἀπό τήν παλαιοχριστιανική ἐποχή, ἡ παρουσία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, συνδεόμενου, μέσῳ τῆς παράδοσης γιά τήν παρουσία τῆς ἁγίας Ἑλένης στήν Κύπρο, μέ τά σεβάσματα τῶν Ἁγίων Τόπων. Ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν δείγματα συστέγασης διαφορετικῶν δογμάτων πού ἔχουν ἐπισημανθεῖ στό νησί· μέχρι στιγμῆς δέν διαθέτουμε συστηματική καταγραφή τοῦ ὑλικοῦ καί τῶν πηγῶν, πάντως εἶναι πιθανόν ἕνας ἀριθμός δίκλιτων/δίχωρων λατρευτικῶν χώρων νά ὀφείλεται στό φαινόμενο αὐτό, γνωστό καί ἀπό ἄλλες ὀρθόδοξες περιοχές σέ περιόδους θρησκευτικά συγκρητιστικές. Ἀπό τό ἴδιο πλαίσιο πηγάζουν πιθανόν καί οἱ ἰδιόμορφες ἅγιες τράπεζες μέ τό χαμηλό κιγκλίδωμα στίς τρεῖς πλευρές, προορισμένο νά στηρίζει εἶδος εἰκόνας-retable (Έπιτάφιος Θρῆνος). Θρησκευτικά δρώμενα, ὅπως τό τῆς ἔγερσης τοῦ Λαζάρου, γνωστά ἀπ᾿ ὅλο τόν ὀρθόδοξο χῶρο, στήν Κύπρο ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ δυτικοῦ μεσαιωνικοῦ δράματος δίνουν τήν ἐντύπωση ὅτι ἐξελίχθηκαν πρώιμα σέ «θρησκευτικό θέατρο» (Κυπριακά Πάθη, σέ χειρόγραφο 14ου αἰ.), χωρίς ὅμως νά διαθέτουμε πληροφορίες γιά δημόσια παράστασή τους. Πάντως ἡ θεωρία, πώς τό συγκεκριμένο δρώμενο μπορεῖ νά ἀνάγει τήν καταγωγή του στήν εἰκονογραφία τῶν Παθῶν στίς κυπριακές ἐκκλησίες, κατά τή γνώμη μας δέν στηρίζεται ἀρχαιολογικά καί ἱστορικά. Παρά τίς συστηματικά ἀρνητικές ἀποφάνσεις στή σύγχρονη θεατρολογική βιβλιογραφία, τά Κυπριακά Πάθη πιστεύουμε ὅτι ἀφήνουν χῶρο γιά περαιτέρω διερεύνηση.
Ἡ τέχνη ὡς ὑποδήλωση ταυτότητας.
Ἡ καθολικευμένη παγκοσμίως πολιτισμική κρίση ἔχει ἀφήσει εὐδιάκριτα ἴχνη καί ἐδῶ. Κυρίαρχος στόχος ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας τοῦ νησιοῦ, πού συμβαδίζει τόσο μέ τίς ὑπόρρητες ἐπιδιώξεις τοῦ λεγομένου Σχεδίου Ἀνάν γιά τή λύση τοῦ κυπριακοῦ προβλήματος, ὅσο καί μέ τίς θεωρητικές θέσεις τῶν Νεοκυπρίων γιά μιά δῆθεν αὐτόχθονη, ἀμιγῶς γηγενή κυπριακή τέχνη, ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε σχέση μέ ἀρχαῖο ἑλληνικό ἤ βυζαντινό κόσμο! Ἡ ἀπελπισία τοῦ Σεφέρη γιά τήν ἀγγλική προπαγάνδα ἀνάμεσα στούς Κυπρίους παίρνει ἐνίοτε δυσοίωνες διαστάσεις... Στό δικό μας πεδίο, ἡ ἐκ νέου τάση ὑπερτονισμοῦ τῆς ἀξίας τῆς τέχνης τῶν κατακτητῶν Φράγκων ἤ Βενετῶν –τά ὀθωμανικά μνημεῖα, ὡς μή «εὐρωπαϊκά», ἀπωθοῦνται ἀπό τό συλλογικό ὑποσυνείδητο, ὡσάν νά μήν εἶναι κτισμένα ἀπό ραγιάδες Ἕλληνες!–, ἡ συστηματική ἐπίθεση κατά μεγάλων μορφῶν τῆς βυζαντινῆς Κύπρου, ὅπως ὁ ἅγιος Νεόφυτος, οἱ προσπάθειες παρερμηνείας τῶν ἱστορικῶν μαρτυριῶν καί ἄλλα συναφῆ συγκροτοῦν τό πεδίο σύγκρουσης. Ὡστόσο ἡ συγκριτική μελέτη σέ σχέση μέ τήν τέχνη ἄλλων ξενοκρατούμενων ὀρθόδοξων ἑλληνικῶν περιοχῶν, σέ πεδίο εἰκονολογικό καί ὄχι ἐπιφανειακά τεχνοϊστορικό, δείχνουν σαφέστατα, ὅτι τό ὑπόστρωμα τῆς τέχνης ἀπό τόν 4ο αἰ. μ.Χ. ἕως καί σήμερα στήν Κύπρο ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἀμετακίνητα ἑλληνορθόδοξο. Ἐλάχιστα παραδείγματα πρός ἐπίρρωσιν: παράλληλη παράσταση Εἰς Ἅδου Καθόδου καί Ἔγερσης ἐκ τοῦ τάφου τοῦ Ἀναστάντος, εὐχαριστιακή εἰκονογραφία μέ ἔμφαση στόν ἁγιασμένο ἄρτο/πρόσφορο, ἰδιαζόντως ἔντονη λατρεία τῆς Θεοτόκου, ἔμφαση στόν Τίμιο Σταυρό, εἰκονογραφία στρατιωτικῶν ἁγίων, ἐμμονή στήν παράσταση τῶν Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σεβαστείας, ἀταλάντευτη προσήλωση στούς τοπικούς ἁγίους, ἀπουσία παράστασης δυτικῶν ἁγίων, κ.λπ., κ.λπ.
Ἐπιλογικά
Ἡ ἱστορία τῆς βυζαντινῆς, μεταβυζαντινῆς καί νεότερης ἐκκλησιαστικῆς τέχνης ἀντανακλᾶ ἀπαραμόρφωτα τήν ἱστορία τοῦ νησιοῦ στούς χριστιανικούς αἰῶνες. Βεβαίως τά ἐλλείμματα καί τά desiderata συγκροτοῦν ὄχι μικρό κατάλογο, πάντως ἐπ᾿ οὐδενί ἀνατρέπουν τά ἀπό αἰώνων κεκυρωμένα γεγονότα. Ἡ σύγχρονη ἔρευνα ἔχει χρέος νά ἐγκύψει, ἀπροκατάληπτα, σέ μιά βαθύτερη καί εὐρύτερη μελέτη τῶν ἱστορικῶν καί ἀρχαιολογικῶν δεδομένων.
* Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΝΕΑ΅ΕΣΤΙΑ" της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου