Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Μια βασίλισσα της παλιάς μου γειτονιάς

Του αρχιμανδρίτη Αθηναγόρα Κωνσταντίνου*

Τα κλισέ, οι τετριμμένες φράσεις, χρησιμοποιούνται ευρέως από όσους στερούνται πρωτοτυπία σκέψεως ή αδιαφορούν αγενώς αν προκαλούν χασμουρητά υπνηλίας στους ατυχείς αναγνώστες τους. Είναι δεκανίκια, υποκατάστατα, ευκολομάσητες κοινοτοπίες που φανερώνουν γύμνια επιχειρημάτων. Και, μιλώντας μόνο εξ ονόματός μου, μία από τις απεχθέστερες στερεοτυπίες που λανσάρισε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, αναμηρυκάζοντάς την κατά κόρον ήταν και η αντιφατική φράση «σύνοικο στοιχείο».

Η πρώτη λέξη υποδηλοί φιλόξενο πνεύμα «αυτός που είναι συγκάτοικός σου», η άλλη υποβάλλει εντέχνως την ιδέα μιας ψυχρής αποστάσεως, μιλά για κάτι το όλως αλλότριο. Τι θα πει «στοιχείο»; Μιλάμε για ανθρώπους σαν κι εμάς, όχι πιόνια ριγμένα στη σκακιέρα μας από κάποιον άλλο πλανήτη. Χειρότερη προώθηση ενός ρατσιστικού απαρτχάιντ δεν μπορούσε να επινοηθεί.
Στον ίδιο δρόμο της Αναφωτίας, του χωριού όπου γεννήθηκα κι ανατράφηκα, έμενε και μια τουρκική οικογένεια.
Η Μελιχά, όνομα αραβοσημιτικό που σημαίνει «βασίλισσα», καταγόταν από το καταπράσινο όμορό μας χωριό Άγιο Θεόδωρο. Γονείς της ήταν μια όμορφη, αρχοντική κυρά, η Τσερκεζού (η Κιρκασία) και ο Μπαϊράμης. Άντρας της ο πράος Μεχμέτ, Μεχεμμέτης επί το κυπριακότερο. Είχαν τα εξής παιδιά: τον Χουσεΐν, τον Μπαϊράμη, την Τσερκεζού, τη Λεϊλά και τον Ριφάττη.
Το όμορφο σπιτάκι τους με τα πράσινα παράθυρά του βρισκόταν στην απέναντι πλευρά από το πατρικό μου, λίγο πιο κάτω από το Καφέ Αμμάν που ήταν καφενές τότε. Στο παραπλήσιο σπίτι, με ανώι, καθόταν η αγαθότατη μάνα του Μεχμέτ, η Σουλτάνα αμπλά. Δεν το γράφω με κεφαλαίο γιατί δεν ήταν μέρος του ονόματος. Στα τουρκικά «αμπλά» είναι μια προσφώνηση που τη λες από σεβασμό σε μια κυρία και σημαίνει «μεγάλη αδελφή». Και τα δύο σπίτια μοσχοβολούσαν τα καλοκαίρια από μεθυστικό γιασεμί, που το πουλούσε σε γιορντάνια τα απογεύματα ο συνομήλικός μου Χουσεΐν, διαλαλώντας το «γιασεμίν, γιασεμίν». Μόνο το τελικό «ν» πρόδιδε μια μικρή γλωσσική διαφορά.
Τους γνώριζα από τα γεννοφάσκια μου και συνεχίσαμε την ίδια φιλία και στην υπερπόντια μετοίκησή μας, στο Λονδίνο. Πριν τον μισεμό τους, όχι μόνο τίποτε απολύτως δεν μας χώριζε στα οκτώ χρόνια 1955-1963 που διατηρώ τις ζωηρότερες αναμνήσεις, αλλά, η δική μας οικογένεια τουλάχιστο, τους εύρισκε πιο ειλικρινείς και αξιόπιστους ανθρώπους από πολλούς Ρωμιούς.
Τα καλοκαίρια έρχονταν αυτοί και κάναμε –συγγνώμη για το κλισέ– «πηγαδάκια» έξω στο στενό. Τους ωραίους, βροχερούς χειμώνες των χρόνων εκείνων, η μητέρα μου, η αδελφή μου κι εγώ, συχνά στο σπίτι τους τη βγάζαμε, αν δεν έρχονταν συγγενείς στο δικό μας. Η κοντοπάχουλη Μελιχά ήταν πανέξυπνη και μας μετέφερε στα ελληνικά –όλοι ανεξαιρέτως γνώριζαν φαρσί τα ελληνικά– τα γοητευτικά τούρκικα παραμύθια του Ραδιοφωνικού Σταθμού «Μπαϊράκ». Σα φεύγαμε μας ξεπροβόδαγε βγαίνοντας έξω στο κατώφλι με μια λάμπα και μας έφεγγε για να διαβούμε τον λασπωμένο από τη βροχή δρόμο με τις λακκούβες του. Ήταν υπέροχοι άνθρωποι, ζεστοί, ειλικρινείς, αξιαγάπητοι. Η Μελιχά με το χιούμορ της ήταν και λίγο τσαχπινούλα. Τα μάτια της σπινθηροβολούσαν λες κι έκρυβαν φωτιές. Ο Μεχμέτ ήταν άγιος άνθρωπος, ταπεινός, εργατικός. Ολημερίς δούλευε στο περιβολάκι του έξω στο λιβάδι, αρδεύοντας από ένα πολύ χαμηλό πηγάδι με μαγγανοπήγαδο.
Το γλυκό σπιτάκι τους μέχρι σήμερα επανέρχεται στα όνειρά μου. Τα σκαλάκια της εισόδου με μια κόχη δεξιά και μια αριστερά στον κάτασπρο τοίχο. Η ωραία του πόρτα με τα κρυσταλλένια τζάμια που λαμπύριζαν μ’ ένα παραμυθένιο φως από το εσωτερικό. Τα πλακάκια του πατώματος είχαν ασπρόμαυρα καλλιτεχνικά μοτίβα. Από το ταβάνι κρέμονταν τρεις αυτοσχέδιοι πολυέλαιοι με πολύχρωμα χάρτινα τετραγωνίδια τσιγαροθηκών. Τα κουτιά των σιγαρέτων ήταν τότε τετράγωνα και όχι στενόμακρα. Επικρατούσε το κίτρινο των σιγαρέτων «Παλμύρας».
Μου άρεσε πολύ το κεντρικό αυτό στενόμακρο δωμάτιο. Δεξιά κι αριστερά πλαισιωνόταν από δύο άλλα δωμάτια εκατέρωθεν, συνολικά τέσσερα. Τα τρία ήταν υπνοδωμάτια. Τα εύρισκα ελκυστικά γιατί δεν ήταν σαν την τεράστια κάμαρά μας όπου βρίσκονταν όλα τα κρεβάτια φύρδην μίγδην. Αυτά ήταν μικρότερα, νοικοκυρεμένα, πραγματικές κρεβατοκάμαρες. Οι πρώτες δύο είχαν παράθυρα με τζάμια και παντζούρια που επόπτευαν τον δρόμο. Το πανάρχαιο δικό μας δεν είχε τέτοια κομψότητα. Το τέταρτο δωμάτιο ήταν το μαχαζένι, το σιλό, και ήταν γεμάτο από ολόχρυσο σιτάρι. Κι αυτό ήταν όμορφο. Το μαγειρειό τους ήταν στην αυλή. Μπροστά του υπήρχε ένα πιθάρι αλισίβας όπου το πολύ ζωηρό στερνοπαίδι τους, ο Ριφάττης, έμπαινε ολόσωμος, φορώντας μια άσπρη πουκαμίσα, τις μέρες μετά την περιτομή του. Την ιεροτελεστία τη θυμάμαι στην εντέλεια.
Τι γλυκά, συμπαθητικά παιδιά! Με μάθαιναν να διαβάζω από τα δικά τους αναγνωστικά, με μάθαιναν τραγούδια στην εξωτική τους γλώσσα, συμμετείχαν στα παιχνίδια μας. Και ένα τουρκόπουλο της Απλάντας βλέποντάς με είπε «είσαι ο Γουμενάκης». Ζωή χαρισάμενη περάσαμε μαζί, ο δε πατέρας μου ο Κωστής είχε τον αρχοντάνθρωπο Οούζ από την Απλάντα ως τον καλύτερό του φίλο, μέχρι τέλους. Τι «σύνοικα στοιχεία» και πράσινα άλογα τσαμπουνάμε;
Το ίδιο και στο Λονδίνο. Ερχόντουσαν στην εκκλησία, άναβαν κεριά στην Παναγία, μας έφερναν χόρτα από το εξοχικό μποστάνι τους, πηγαίναμε στο σπίτι τους και, κυρίως τα Σάββατα, Μελιχά και κόρες, όπως και η γριά Τσερκέζ μας επισκέπτονταν. Είχαν αποκτήσει ακόμη μια κορη, τη Γιλντίζ. Κατά την εξόδιο ακολουθία για τον επίσκοπο αδελφό μου Χριστοφόρο, το 2003, η Μελιχά και η κόρη της Τσερκεζού που λατρεύει την Αναφωτία στεκόντουσαν πλάι στο φέρετρο κι έκλαιγαν.
Αυτά και χίλια άλλα δυο με κάνουν να σκέπτομαι, με πόσες προκαταλήψεις σαν ιστούς αραχνών γεμίζει το μυαλό μας ή μας το γεμίζουν άλλοι. Η ιστορία, το παρελθόν, ήταν μια πραγματικότητα. Δεν φταίνε, όμως, οι Τουρκοκύπριοι για τη θηριωδία της Τουρκίας το 1974. Αν είχαμε φερθεί γενναιόδωρα το 1960, χωρίς μεμψιμοιρίες, τελικά εμείς θα ήμασταν οι κερδισμένοι.

 *Δημοσιεύτηκε (1.2.2017) στην εφημερίδα "ΠΟΛΙΤΗΣ"

ΣΗΜ: Νούσιμα τα λόγια του π. Αθηναγόρα. Τέτοιοι κληρικοί χρειάζονται στις μέρες μας.

Α. ΒΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου